καταβοῶ

καταβοῶ
καταβοάω
bawl
pres imperat mp 2nd sg
καταβοάω
bawl
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καταβοάω
bawl
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταβοάω
bawl
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταβοάω
bawl
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταβοάω
bawl
pres imperat mp 2nd sg
καταβοάω
bawl
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
καταβοάω
bawl
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
καταβοάω
bawl
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταβοάω
bawl
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
καταβοάω
bawl
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
καταβοάω
bawl
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταβοώ — (AM καταβοῶ, άω) 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω («οὐ μόνον βοᾱν, ἀλλ ἤδη καὶ καταβοᾱν», Φίλ.) 2. καταφέρομαι εναντίον κάποιου από αγανάκτηση, αποδοκιμάζω με φωνές («κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν», Θουκ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • καταβόησις — καταβόησις, ἡ (AM) [καταβοώ] το να κραυγάζει κάποιος εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η αποδοκιμασία («ἐν αιτίαις ἧν καὶ καταβοήσεσιν, ὡς οὐ καίσαρα καταστρατηγῶν, ἀλλὰ τὴν βουλήν», Πλούτ.) αρχ. 1. κακή φήμη 2. μεγαλόφωνη κραυγή, αναγγελία με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”